Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
View word page
βοητύς
βοητύς βοάω a shouting, clamour, Od.
ShortDef
a shouting, clamour
Debugging
Headword:
βοητύς
Headword (normalized):
βοητύς
Headword (normalized/stripped):
βοητυς
IDX:
6386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6390
Key:
bohtu/s
Data
{'content': 'βοητύς\n βοάω\n a shouting, clamour, Od.', 'key': 'bohtu/s'}