Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
View word page
βοητής
βοητής βοάω clamorous:— Doric fem. βοᾶτις Aesch.

ShortDef

clamorous

Debugging

Headword:
βοητής
Headword (normalized):
βοητής
Headword (normalized/stripped):
βοητης
IDX:
6385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6389
Key:
bohth/s

Data

{'content': 'βοητής\n βοάω\n clamorous:— Doric fem. βοᾶτις Aesch.', 'key': 'bohth/s'}