Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
View word page
βοηνόμος
βοηνόμος = βουνόμος, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοηνόμος
Headword (normalized):
βοηνόμος
Headword (normalized/stripped):
βοηνομος
IDX:
6383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6387
Key:
bohno/mos

Data

{'content': 'βοηνόμος\n = βουνόμος, Theocr.', 'key': 'bohno/mos'}