Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
View word page
βοηλάτης
βοηλάτης βοῦς, ἐλαύνω one that drives away oxen, a cattle-lifter, Anth. ox-driving, Anth.
ShortDef
one that drives away oxen, a cattle-lifter
Debugging
Headword:
βοηλάτης
Headword (normalized):
βοηλάτης
Headword (normalized/stripped):
βοηλατης
IDX:
6381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6385
Key:
bohla/ths
Data
{'content': 'βοηλάτης\n βοῦς, ἐλαύνω\n one that drives away oxen, a cattle-lifter, Anth.\n ox-driving, Anth.', 'key': 'bohla/ths'}