Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
View word page
βοηθός
βοηθός shortened form of βοηθόος assisting, auxiliary, Thuc.; and as Subst. an assistant, Hdt., Plat.
ShortDef
assisting, auxiliary
Debugging
Headword:
βοηθός
Headword (normalized):
βοηθός
Headword (normalized/stripped):
βοηθος
IDX:
6379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6383
Key:
bohqo/s
Data
{'content': 'βοηθός\n shortened form of βοηθόος\n assisting, auxiliary, Thuc.; and as Subst. an assistant, Hdt., Plat.', 'key': 'bohqo/s'}