Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
View word page
βοηθόος
βοηθόος βοή, θέω hasting to the battle-shout, hasting to battle, Il.; cf. βοηδρόμος. aiding, helping, Pind.; and as Subst. an assistant, Theocr.
ShortDef
hasting to the battle-shout, hasting to battle
Debugging
Headword:
βοηθόος
Headword (normalized):
βοηθόος
Headword (normalized/stripped):
βοηθοος
IDX:
6378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6382
Key:
bohqo/os
Data
{'content': 'βοηθόος\n βοή, θέω\n hasting to the battle-shout, hasting to battle, Il.; cf. βοηδρόμος.\n aiding, helping, Pind.; and as Subst. an assistant, Theocr.', 'key': 'bohqo/os'}