Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
View word page
βοήθεια
βοήθεια From βοηθητέος help, aid, rescue, support, Thuc., etc. medical aid, cure, Plut. an auxiliary force, βοήθεια Thuc., Xen.

ShortDef

help, aid, rescue, support

Debugging

Headword:
βοήθεια
Headword (normalized):
βοήθεια
Headword (normalized/stripped):
βοηθεια
IDX:
6375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6379
Key:
boh/qeia

Data

{'content': 'βοήθεια\n From βοηθητέος\n help, aid, rescue, support, Thuc., etc.\n medical aid, cure, Plut.\n an auxiliary force, βοήθεια Thuc., Xen.', 'key': 'boh/qeia'}