Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
View word page
βοηδρόμος
βοηδρόμος βοή, δραμεῖν running to a cry for aid, giving succour, a helper, Eur.: cf. βοηθόος.

ShortDef

running to a cry for aid, giving succour, a helper

Debugging

Headword:
βοηδρόμος
Headword (normalized):
βοηδρόμος
Headword (normalized/stripped):
βοηδρομος
IDX:
6374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6378
Key:
bohdro/mos

Data

{'content': 'βοηδρόμος\n βοή, δραμεῖν\n running to a cry for aid, giving succour, a helper, Eur.: cf. βοηθόος.', 'key': 'bohdro/mos'}