Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
View word page
βοηδρομέω
βοηδρομέω βοηδρόμος to run to a cry for aid, haste to help, Eur.

ShortDef

to run to a cry for aid, haste to help

Debugging

Headword:
βοηδρομέω
Headword (normalized):
βοηδρομέω
Headword (normalized/stripped):
βοηδρομεω
IDX:
6371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6375
Key:
bohdrome/w

Data

{'content': 'βοηδρομέω\n βοηδρόμος\n to run to a cry for aid, haste to help, Eur.', 'key': 'bohdrome/w'}