Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
View word page
βοηγενής
βοηγενής γίγνομαι born of an ox, of bees, Anth.

ShortDef

born of an ox

Debugging

Headword:
βοηγενής
Headword (normalized):
βοηγενής
Headword (normalized/stripped):
βοηγενης
IDX:
6370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6374
Key:
bohgenh/s

Data

{'content': 'βοηγενής\n γίγνομαι\n born of an ox, of bees, Anth.', 'key': 'bohgenh/s'}