Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
βοηθόος
View word page
βόειος
βόειος βοῦς of an ox or oxen, esp. of ox-hide, Hom.; βόεα κρέα Hdt.; γάλα βόειον cows milk, Eur.; metaph., βόεια ῥήματα great bull- words (cf. βούπαις, etc.), Ar.

ShortDef

of an ox

Debugging

Headword:
βόειος
Headword (normalized):
βόειος
Headword (normalized/stripped):
βοειος
IDX:
6368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6372
Key:
bo/eios

Data

{'content': 'βόειος\n βοῦς\n of an ox or oxen, esp. of ox-hide, Hom.; βόεα κρέα Hdt.; γάλα βόειον cows milk, Eur.; metaph., βόεια ῥήματα great bull- words (cf. βούπαις, etc.), Ar.', 'key': 'bo/eios'}