Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
βοηθητέος
View word page
βοεικός
βοεικός = βόειος, βοῦς of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Thuc., Xen.

ShortDef

of or for oxen

Debugging

Headword:
βοεικός
Headword (normalized):
βοεικός
Headword (normalized/stripped):
βοεικος
IDX:
6367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6371
Key:
boeiko/s

Data

{'content': 'βοεικός\n = βόειος,\n βοῦς\n of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Thuc., Xen.', 'key': 'boeiko/s'}