Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθεια
βοηθέω
View word page
βοείη
βοείη sc.βοείη δορή, an ox-hide, ox-hide shield, Hom.; gen. pl. βοῶν, contr. for βοέων, Il.

ShortDef

an ox-hide, ox-hide shield

Debugging

Headword:
βοείη
Headword (normalized):
βοείη
Headword (normalized/stripped):
βοειη
IDX:
6366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6370
Key:
boei/h

Data

{'content': 'βοείη\n sc.βοείη δορή, an ox-hide, ox-hide shield, Hom.; gen. pl. βοῶν, contr. for βοέων, Il.', 'key': 'boei/h'}