Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀθήνησιν
Ἀθηνιάω
ἀθήρευτος
ἀθηρηλοιγός
ἄθηρος
ἀθήρ
ἀθιγής
ἄθικτος
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητής
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοσύνη
ἀθλοφόρος
ἄθολος
View word page
ἄθλημα
ἄθλημα ἀθλέω a contest, Plat., etc. an implement of labour, Theocr.
ShortDef
a contest
Debugging
Headword:
ἄθλημα
Headword (normalized):
ἄθλημα
Headword (normalized/stripped):
αθλημα
IDX:
637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n637
Key:
a)/qlhma
Data
{'content': 'ἄθλημα\n ἀθλέω\n a contest, Plat., etc.\n an implement of labour, Theocr.', 'key': 'a)/qlhma'}