Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
View word page
βόαυλος
βόαυλος βοῦς, αὐλή an ox-stall, Theocr.
ShortDef
an ox-stall
Debugging
Headword:
βόαυλος
Headword (normalized):
βόαυλος
Headword (normalized/stripped):
βοαυλος
IDX:
6364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6368
Key:
bo/aulos
Data
{'content': 'βόαυλος\n βοῦς, αὐλή\n an ox-stall, Theocr.', 'key': 'bo/aulos'}