Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
Βοηδρομιών
View word page
βόαμα
βόαμα βοάω a shriek, cry, Aesch.
ShortDef
a shriek, cry
Debugging
Headword:
βόαμα
Headword (normalized):
βόαμα
Headword (normalized/stripped):
βοαμα
IDX:
6363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6367
Key:
bo/ama
Data
{'content': 'βόαμα\n βοάω\n a shriek, cry, Aesch.', 'key': 'bo/ama'}