Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
View word page
βόαγρος
βόαγρος βοῦς a wild bull.
ShortDef
a wild bull
Debugging
Headword:
βόαγρος
Headword (normalized):
βόαγρος
Headword (normalized/stripped):
βοαγρος
IDX:
6362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6366
Key:
bo/agros
Data
{'content': 'βόαγρος\n βοῦς\n a wild bull.', 'key': 'bo/agros'}