Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
βοηδρομέω
View word page
βοάγριον
βοάγριον From βόαγρος a shield of wild bullʼs hide, Il.

ShortDef

a shield of wild bull's hide

Debugging

Headword:
βοάγριον
Headword (normalized):
βοάγριον
Headword (normalized/stripped):
βοαγριον
IDX:
6361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6365
Key:
boa/grion

Data

{'content': 'βοάγριον\n From βόαγρος\n a shield of wild bullʼs hide, Il.', 'key': 'boa/grion'}