Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
βοηγενής
View word page
βλώσκω
βλώσκω The Root is μολ, so that βλώσκω is for μολώσκω, μλώσκω; cf. θρώσκω from !θορ. μέμβλωκα is for μεμόλωκα to go or come, Hom., Trag.

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
βλώσκω
Headword (normalized):
βλώσκω
Headword (normalized/stripped):
βλωσκω
IDX:
6360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6364
Key:
blw/skw

Data

{'content': 'βλώσκω\n The Root is μολ, so that βλώσκω is for μολώσκω, μλώσκω; cf. θρώσκω from !θορ.\n μέμβλωκα is for μεμόλωκα\n to go or come, Hom., Trag.', 'key': 'blw/skw'}