Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βληχώδης
βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βοεύς
View word page
βλωθρός
βλωθρός deriv. uncertain tall, stately, of trees, Hom.

ShortDef

tall, stately

Debugging

Headword:
βλωθρός
Headword (normalized):
βλωθρός
Headword (normalized/stripped):
βλωθρος
IDX:
6359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6363
Key:
blwqro/s

Data

{'content': 'βλωθρός\n deriv. uncertain\n tall, stately, of trees, Hom.', 'key': 'blwqro/s'}