Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
βληχώδης
βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγριον
βόαγρος
βόαμα
βόαυλος
βοάω
View word page
βλοσυρός
βλοσυρός deriv. uncertain grim, fierce, Il.: terrible, Aesch.: bluff, burly, valiant, Plat.
ShortDef
grim, fierce
Debugging
Headword:
βλοσυρός
Headword (normalized):
βλοσυρός
Headword (normalized/stripped):
βλοσυρος
IDX:
6355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6359
Key:
blosuro/s
Data
{'content': 'βλοσυρός\n deriv. uncertain\n grim, fierce, Il.: terrible, Aesch.: bluff, burly, valiant, Plat.', 'key': 'blosuro/s'}