Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
βληχώδης
βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
View word page
βληχώδης
βληχώδης εἶδος bleating, sheepish, Babr.

ShortDef

bleating, sheepish

Debugging

Headword:
βληχώδης
Headword (normalized):
βληχώδης
Headword (normalized/stripped):
βληχωδης
IDX:
6349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6353
Key:
blhxw/dhs

Data

{'content': 'βληχώδης\n εἶδος\n bleating, sheepish, Babr.', 'key': 'blhxw/dhs'}