Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
βληχώδης
βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
View word page
βληχρός
βληχρός cf. ἀβληχρός βλάξ weak, faint, slight, Plut.: cf. ἀ-βληχρός.

ShortDef

weak, faint, slight

Debugging

Headword:
βληχρός
Headword (normalized):
βληχρός
Headword (normalized/stripped):
βληχρος
IDX:
6348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6352
Key:
blhxro/s

Data

{'content': 'βληχρός\n cf. ἀβληχρός\n βλάξ\n weak, faint, slight, Plut.: cf. ἀ-βληχρός.', 'key': 'blhxro/s'}