Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
βληχώδης
βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλύζω
View word page
βληχή
βληχή Formed from the sound. a bleating, οἰῶν Od.: the wailing of children, Eur.

ShortDef

a bleating

Debugging

Headword:
βληχή
Headword (normalized):
βληχή
Headword (normalized/stripped):
βληχη
IDX:
6347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6351
Key:
blhxh/

Data

{'content': 'βληχή\n Formed from the sound.\n a bleating, οἰῶν Od.: the wailing of children, Eur.', 'key': 'blhxh/'}