Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλέμμα
βλέπος
βλεπτέος
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
βληχώδης
βληχωνίας
βλήχων
βλιστηρίς
βλιτομάμμας
βλίττω
View word page
βλητέος
βλητέος verb. adj. of βάλλω one must put, NTest.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλητέος
Headword (normalized):
βλητέος
Headword (normalized/stripped):
βλητεος
IDX:
6344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6348
Key:
blhte/os

Data

{'content': 'βλητέος\n verb. adj. of βάλλω\n one must put, NTest.', 'key': 'blhte/os'}