Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτέος
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
βληχώδης
βληχωνίας
View word page
βλεφαρίς
βλεφαρίς an eyelash, in pl. eyelashes, Lat. cilia, Ar., Xen., etc.
ShortDef
an eyelash
Debugging
Headword:
βλεφαρίς
Headword (normalized):
βλεφαρίς
Headword (normalized/stripped):
βλεφαρις
IDX:
6340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6344
Key:
blefari/s
Data
{'content': 'βλεφαρίς\n an eyelash, in pl. eyelashes, Lat. cilia, Ar., Xen., etc.', 'key': 'blefari/s'}