Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτέος
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχή
βληχρός
View word page
βλεπτός
βλεπτός From βλέπω to be seen, worth seeing, Soph.
ShortDef
to be seen, worth seeing
Debugging
Headword:
βλεπτός
Headword (normalized):
βλεπτός
Headword (normalized/stripped):
βλεπτος
IDX:
6338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6342
Key:
blepto/s
Data
{'content': 'βλεπτός\n From βλέπω\n to be seen, worth seeing, Soph.', 'key': 'blepto/s'}