Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτέος
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίς
βλέφαρον
βλέψις
βλῆμα
βλητέος
βλῆτρον
βληχάομαι
View word page
βλεπτέος
βλεπτέος verb. adj. of βλέπω one must look, Plat.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλεπτέος
Headword (normalized):
βλεπτέος
Headword (normalized/stripped):
βλεπτεος
IDX:
6336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6340
Key:
blepte/os

Data

{'content': 'βλεπτέος\n verb. adj. of βλέπω\n one must look, Plat.', 'key': 'blepte/os'}