Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτέος
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
View word page
βλαύτη
βλαύτη deriv. uncertain a kind of slipper worn by fops, Plat.
ShortDef
a kind of slipper
Debugging
Headword:
βλαύτη
Headword (normalized):
βλαύτη
Headword (normalized/stripped):
βλαυτη
IDX:
6329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6333
Key:
blau/th
Data
{'content': 'βλαύτη\n deriv. uncertain\n a kind of slipper worn by fops, Plat.', 'key': 'blau/th'}