Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
βλεπτέος
βλεπτικός
View word page
βλασφημία
βλασφημία From βλάσφημος a profane speech, opp. to εὐφημία, Eur., Plat. defamation, evil-speaking, slander, Dem. impious and irreverent speech against God, blasphemy, NTest.; τοῦ πνεύματος against the Spirit, NTest.; πρός τινα NTest.

ShortDef

a profane speech

Debugging

Headword:
βλασφημία
Headword (normalized):
βλασφημία
Headword (normalized/stripped):
βλασφημια
IDX:
6327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6331
Key:
blasfhmi/a

Data

{'content': 'βλασφημία\n From βλάσφημος\n a profane speech, opp. to εὐφημία, Eur., Plat.\n defamation, evil-speaking, slander, Dem.\n impious and irreverent speech against God, blasphemy, NTest.; τοῦ πνεύματος against the Spirit, NTest.; πρός τινα NTest.', 'key': 'blasfhmi/a'}