Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀθηναῖος
Ἀθῆναι
Ἀθήνηθεν
Ἀθήνη
Ἀθήνησιν
Ἀθηνιάω
ἀθήρευτος
ἀθηρηλοιγός
ἄθηρος
ἀθήρ
ἀθιγής
ἄθικτος
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητής
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἀθλοθέτης
ἆθλον
View word page
ἀθιγής
ἀθιγής θιγγάνω untouched, of a virgin, Anth.

ShortDef

untouched

Debugging

Headword:
ἀθιγής
Headword (normalized):
ἀθιγής
Headword (normalized/stripped):
αθιγης
IDX:
633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n633
Key:
a)qigh/s

Data

{'content': 'ἀθιγής\n θιγγάνω\n untouched, of a virgin, Anth.', 'key': 'a)qigh/s'}