Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέπος
View word page
βλαστός
βλαστός βλαστάνω a sprout, shoot, sucker, Lat. germen, Hdt.
ShortDef
a sprout, shoot, sucker
Debugging
Headword:
βλαστός
Headword (normalized):
βλαστός
Headword (normalized/stripped):
βλαστος
IDX:
6325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6329
Key:
blasto/s
Data
{'content': 'βλαστός\n βλαστάνω\n a sprout, shoot, sucker, Lat. germen, Hdt.', 'key': 'blasto/s'}