Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
View word page
βλάστη
βλάστη = βλαστός, Plat., etc.; πετραία βλ. the growing rock, Soph. of children, βλάσται πατρός, birth from a father, Soph.; παιδὸς βλάσται its growth, Soph.

ShortDef

growth, birth

Debugging

Headword:
βλάστη
Headword (normalized):
βλάστη
Headword (normalized/stripped):
βλαστη
IDX:
6324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6328
Key:
bla/sth

Data

{'content': 'βλάστη\n = βλαστός, Plat., etc.; πετραία βλ. the growing rock, Soph.\n of children, βλάσται πατρός, birth from a father, Soph.; παιδὸς βλάσται its growth, Soph.', 'key': 'bla/sth'}