Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
βλάψις
βλαψίφρων
View word page
βλάστημα
βλάστημα = βλάστη I, Eur. metaph. offspring, an offshoot, Aesch., Eur. an eruption on the skin, Aretae.

ShortDef

offspring, an offshoot

Debugging

Headword:
βλάστημα
Headword (normalized):
βλάστημα
Headword (normalized/stripped):
βλαστημα
IDX:
6322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6326
Key:
bla/sthma

Data

{'content': 'βλάστημα\n = βλάστη I, Eur.\n metaph. offspring, an offshoot, Aesch., Eur.\n an eruption on the skin, Aretae.', 'key': 'bla/sthma'}