Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλαύτη
βλαυτίον
View word page
βλαστάνω
βλαστάνω to bud, sprout, grow, of plants, Aesch., etc. metaph. to shoot forth, come to light, of men; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών born in manʼs nature, Soph.; βλαστάνει ἀπιστία Soph. The Root is !βλαστ, v. βλαστεῖν, βλαστή.

ShortDef

to bud, sprout, grow

Debugging

Headword:
βλαστάνω
Headword (normalized):
βλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
βλαστανω
IDX:
6320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6324
Key:
blasta/nw

Data

{'content': 'βλαστάνω\n to bud, sprout, grow, of plants, Aesch., etc.\n metaph. to shoot forth, come to light, of men; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών born in manʼs nature, Soph.; βλαστάνει ἀπιστία Soph. \n The Root is !βλαστ, v. βλαστεῖν, βλαστή.', 'key': 'blasta/nw'}