Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστέω
βλάστημα
βλαστημός
βλάστη
βλαστός
View word page
βλακεύω
βλακεύω βλάξ only in pres., to be slack, lazy, Xen. c. acc. to lose or waste through laziness, Luc.
ShortDef
to be slack, lazy
Debugging
Headword:
βλακεύω
Headword (normalized):
βλακεύω
Headword (normalized/stripped):
βλακευω
IDX:
6315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6319
Key:
blakeu/w
Data
{'content': 'βλακεύω\n βλάξ\n only in pres., to be slack, lazy, Xen.\n c. acc. to lose or waste through laziness, Luc.', 'key': 'blakeu/w'}