Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλάπτω
View word page
βλαβερός
βλαβερός From βλάβη βλάπτω hurtful, noxious, disadvantageous, Hes., Xen.
ShortDef
hurtful, noxious, disadvantageous
Debugging
Headword:
βλαβερός
Headword (normalized):
βλαβερός
Headword (normalized/stripped):
βλαβερος
IDX:
6309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6313
Key:
blabero/s
Data
{'content': 'βλαβερός\n From βλάβη\n βλάπτω\n hurtful, noxious, disadvantageous, Hes., Xen.', 'key': 'blabero/s'}