Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
View word page
βιωτός
βιωτός βιόω to be lived, worth living, Soph., Ar., etc.

ShortDef

to be lived, worth living

Debugging

Headword:
βιωτός
Headword (normalized):
βιωτός
Headword (normalized/stripped):
βιωτος
IDX:
6308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6312
Key:
biwto/s

Data

{'content': 'βιωτός\n βιόω\n to be lived, worth living, Soph., Ar., etc.', 'key': 'biwto/s'}