Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
View word page
βιωτικός
βιωτικός βιόω of or pertaining to life, NTest.
ShortDef
of or pertaining to life; lively; popular
Debugging
Headword:
βιωτικός
Headword (normalized):
βιωτικός
Headword (normalized/stripped):
βιωτικος
IDX:
6307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6311
Key:
biwtiko/s
Data
{'content': 'βιωτικός\n βιόω\n of or pertaining to life, NTest.', 'key': 'biwtiko/s'}