Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
βλακικός
View word page
βιωτέος
βιωτέος verb. adj. of βιόω one must live, Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βιωτέος
Headword (normalized):
βιωτέος
Headword (normalized/stripped):
βιωτεος
IDX:
6306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6310
Key:
biwte/os
Data
{'content': 'βιωτέος\n verb. adj. of βιόω\n one must live, Plat.', 'key': 'biwte/os'}