Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεύω
View word page
βιώσκομαι
βιώσκομαι to quicken, make or keep alive, Od.

ShortDef

to quicken, make or keep alive

Debugging

Headword:
βιώσκομαι
Headword (normalized):
βιώσκομαι
Headword (normalized/stripped):
βιωσκομαι
IDX:
6305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6309
Key:
biw/skomai

Data

{'content': 'βιώσκομαι\n to quicken, make or keep alive, Od.', 'key': 'biw/skomai'}