Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
View word page
βιώσιμος
βιώσιμος βιόω to be lived, worth living, Eur.; οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι ʼtis not meet for him to live, Hdt., Soph.

ShortDef

to be lived, worth living

Debugging

Headword:
βιώσιμος
Headword (normalized):
βιώσιμος
Headword (normalized/stripped):
βιωσιμος
IDX:
6303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6307
Key:
biw/simos

Data

{'content': 'βιώσιμος\n βιόω\n to be lived, worth living, Eur.; οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι ʼtis not meet for him to live, Hdt., Soph.', 'key': 'biw/simos'}