Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
βλάβη
βλάβος
View word page
βιοφειδής
βιοφειδής φείδομαι penurious, Anth.
ShortDef
penurious
Debugging
Headword:
βιοφειδής
Headword (normalized):
βιοφειδής
Headword (normalized/stripped):
βιοφειδης
IDX:
6301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6305
Key:
biofeidh/s
Data
{'content': 'βιοφειδής\n φείδομαι\n penurious, Anth.', 'key': 'biofeidh/s'}