Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
βλαβερός
View word page
βιότιον
βιότιον Dim. of βίοτος a scant living, Ar.
ShortDef
a scant living
Debugging
Headword:
βιότιον
Headword (normalized):
βιότιον
Headword (normalized/stripped):
βιοτιον
IDX:
6299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6303
Key:
bio/tion
Data
{'content': 'βιότιον\n Dim. of βίοτος\n a scant living, Ar.', 'key': 'bio/tion'}