Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
βιωτός
View word page
βιοτή
βιοτή = βίοτος, βίος, Od., Attic Poets. a living, sustenance, Soph., Ar.
ShortDef
a living, sustenance
Debugging
Headword:
βιοτή
Headword (normalized):
βιοτή
Headword (normalized/stripped):
βιοτη
IDX:
6298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6302
Key:
bioth/
Data
{'content': 'βιοτή\n = βίοτος, βίος, Od., Attic Poets.\n a living, sustenance, Soph., Ar.', 'key': 'bioth/'}