Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βινέω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
βιωτικός
View word page
βιοτεύω
βιοτεύω From βιοτή to live, Eur. to get food, Thuc.: to live by or off a thing, ἀπὸ πολέμου Xen.
ShortDef
to live
Debugging
Headword:
βιοτεύω
Headword (normalized):
βιοτεύω
Headword (normalized/stripped):
βιοτευω
IDX:
6297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6301
Key:
bioteu/w
Data
{'content': 'βιοτεύω\n From βιοτή\n to live, Eur.\n to get food, Thuc.: to live by or off a thing, ἀπὸ πολέμου Xen.', 'key': 'bioteu/w'}