Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βῖκος
βινέω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέος
View word page
βιοτεία
βιοτεία βιοτή a way of life, Xen.
ShortDef
a way of life
Debugging
Headword:
βιοτεία
Headword (normalized):
βιοτεία
Headword (normalized/stripped):
βιοτεια
IDX:
6296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6300
Key:
biotei/a
Data
{'content': 'βιοτεία\n βιοτή\n a way of life, Xen.', 'key': 'biotei/a'}