Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βίβλος
βιβρώσκω
βιημάχος
βῖκος
βινέω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
βιοτή
βιότιον
βίοτος
βιοφειδής
βιόω
βιώσιμος
View word page
βιός
βιός a bow, Il.

ShortDef

a bow

Debugging

Headword:
βιός
Headword (normalized):
βιός
Headword (normalized/stripped):
βιος
IDX:
6293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6297
Key:
bio/s

Data

{'content': 'βιός\n a bow, Il.', 'key': 'bio/s'}