Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιβάω
βίβημι
βιβλάριον
βίβλινος
βιβλιοκάπηλος
βιβλίον
βίβλος
βιβρώσκω
βιημάχος
βῖκος
βινέω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτεία
βιοτεύω
View word page
βινέω
βινέω coire, of illicit intercourse, Ar.
ShortDef
have sex
Debugging
Headword:
βινέω
Headword (normalized):
βινέω
Headword (normalized/stripped):
βινεω
IDX:
6287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6291
Key:
bine/w
Data
{'content': 'βινέω\n coire, of illicit intercourse, Ar.', 'key': 'bine/w'}