Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβλάριον
βίβλινος
βιβλιοκάπηλος
βιβλίον
βίβλος
βιβρώσκω
βιημάχος
βῖκος
βινέω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτης
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
View word page
βιβρώσκω
βιβρώσκω The Root is !βορ, v. βορά, Lat. voro. to eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακʼ Il.: c. gen. to eat of a thing, βεβρωκὼς βοός Od.:—Pass. to be eaten, χρήματα βεβρώσεται will be devoured, Od.

ShortDef

to eat, eat up

Debugging

Headword:
βιβρώσκω
Headword (normalized):
βιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
βιβρωσκω
IDX:
6284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6288
Key:
bibrw/skw

Data

{'content': 'βιβρώσκω\n The Root is !βορ, v. βορά, Lat. voro.\n to eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακʼ Il.: c. gen. to eat of a thing, βεβρωκὼς βοός Od.:—Pass. to be eaten, χρήματα βεβρώσεται will be devoured, Od.', 'key': 'bibrw/skw'}